- κόρηθρο
- το (Α κόρηθρον) [κορέω (ΙΙ)]νεοελλ.1. δέσμη από φτερά προσαρμοσμένα σε στέλεχος, φτερό ξεσκονίσματος2. ξεσκονιστήρι3. εργαλείο που αποτελείται από ράβδο η οποία έχει στο ένα άκρο της κυλινδρική βούρτσα από σκληρές τρίχες και το οποίο χρησιμεύει για καθαρισμό τού κοίλου τών πυροβόλωναρχ.σάρωθρο, σκούπα («λαβὼν ἄν ὁ ἀνὴρ τὸν μοχλὸν τῆς θύρας ἢ τὸ κόρηθρον», Λουκιαν.).
Dictionary of Greek. 2013.