κόρηθρο

κόρηθρο
το (Α κόρηθρον) [κορέω (ΙΙ)]
νεοελλ.
1. δέσμη από φτερά προσαρμοσμένα σε στέλεχος, φτερό ξεσκονίσματος
2. ξεσκονιστήρι
3. εργαλείο που αποτελείται από ράβδο η οποία έχει στο ένα άκρο της κυλινδρική βούρτσα από σκληρές τρίχες και το οποίο χρησιμεύει για καθαρισμό τού κοίλου τών πυροβόλων
αρχ.
σάρωθρο, σκούπα («λαβὼν ἄν ὁ ἀνὴρ τὸν μοχλὸν τῆς θύρας ἢ τὸ κόρηθρον», Λουκιαν.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κορήθριση — η ο καθαρισμός τού κοίλου τών πυροβόλων με κόρηθρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κορηθρίζω «καθαρίζω το πυροβόλο με κόρηθρο». Η λ. μαρτυρείται στον τ. κορήθρισις από το 1858 στο Ονοματολόγιον ναυτικόν] …   Dictionary of Greek

  • κορηθρίζω — καθαρίζω με το κόρηθρο το κοίλο τών πυροβόλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρηθρο «καθαριστήρας πυροβόλων». Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον ναυτικόν] …   Dictionary of Greek

  • κορηθρέμβολο — το εργαλείο με το οποίο ωθείται στη θέση της η γόμωση και η οβίδα ή το μεταλλικό φυσίγγιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρηθρο «καθαριστήρας πυροβόλων» + έμβολο. Απόδοση στην ελλ. τού γαλλ. ecouvillon refouloir. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”